τεμνομένων

τεμνομένων
τέμνω
cut
pres part mp fem gen pl
τέμνω
cut
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… …   Dictionary of Greek

  • τέμνουσα — Η ευθεία, που συναντά την περιφέρεια σε δύο σημεία πραγματικά και διαφορετικά. Μία ευθεία ως προς μία περιφέρεια ονομάζεται τ., εφαπτομένη ή εξωτερική, αν η απόστασή της από το κέντρο της περιφέρειας είναι αντίστοιχα μικρότερη, ίση ή μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”